- πολυηκοΐα
- ἡ, ΜΑ [πολυήκοος]1. το να ακούει κανείς πολλά2. (κατ' επέκτ.) το να μαθαίνει κανείς πολλά, πολυμάθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυηκοίας — πολυηκοίᾱς , πολυηκοία much learning fem acc pl πολυηκοίᾱς , πολυηκοία much learning fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)